ξεζαλίζομαι

ξεζαλίζομαι
ξεζαλίζομαι, ξεζαλίστηκα, ξεζαλισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεζαλίζω — (Μ ξεζαλίζω) διώχνω τη ζάλη από κάποιον, τόν συνεφέρω («τού έφτειαξα καφέ και τόν ξεζάλισα») νεοελλ. 1. (το μέσ.) ξεζαλίζομαι α) αποβάλλω το αίσθημα τής ζάλης, συνέρχομαι («διώξε τσ αυτούς τσι λογισμούς, ξύπνησε, ξεζαλίσου», Ερωτόκρ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

  • ξεθολώνω — 1. καθιστώ διαυγές κάτι που πριν ήταν θολό, διαυγάζω 2. γίνομαι διαυγής από θολός («ξεθόλωσε το κρασί) 3. μτφ. ξεζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”